Οδοντιατρική Φροντίδα κατά τη διάρκεια της κύησης
Σχεδόν μία στις δύο έγκυες γυναίκες πιστεύει ότι η εφαρμογή οποιασδήποτε οδοντιατρικής θεραπείας κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την εξέλιξή της (47%) ή την φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου (45.6%). Δύο στις τρεις γυναίκες (65.7%) δεν θα δεχόταν την πραγματοποίηση της αρμόζουσας οδοντιατρικής αγωγής χωρίς σκεπτικισμό και σοβαρές επιφυλάξεις, ενώ ποσοστό 61.4% των γυναικών θα αρνούνταν την πραγματοποίηση οδοντοθεραπείας κατά την εγκυμοσύνη τους.
Οι απόψεις των εγκύων γυναικών σε θέματα οδοντοστοματολογικής φροντίδας κατά την περίοδο της κύησης, βασίζονται συχνά σε μύθους και επομένως, θα πρέπει να ενημερώνονται ουσιαστικά και υπεύθυνα από τους ειδικούς σχετικά με την στοματική τους υγεία, την πρόληψη αλλά και για οποιαδήποτε ενδεικνυομένη οδοντιατρική θεραπεία.
Η οδοντιατρική εξέταση θα πρέπει να αποτελεί πάντοτε μέρος της προγεννητικής φυσικής εξέτασης της εγκύου καθόσον η εγκυμοσύνη σπάνια αποτελεί αντένδειξη για την εφαρμογή της απαιτούμενης οδοντιατρικής θεραπείας.
Εφόσον η εγκυμοσύνη ακολουθεί τη φυσιολογική και χωρίς επιπλοκές πορεία της, οι οδοντοστοματολογικές θεραπείες απόλυτης ένδειξης μπορούν να πραγματοποιηθούν σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή της κύησης, αλλά οι επεμβατικές θεραπείες σχετικής ένδειξης είναι προτιμότερο να πραγματοποιούνται κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης. Πολλές γυναίκες παραπονούνται για γενικευμένη υπερτροφία και συχνές αιμορραγίες των ούλων(ουλίτιδα κυήσεως) Οι καταστάσεις αυτές οφείλονται στις ορμονικές μεταβολές που πυροδοτεί η εγκυμοσύνη καθώς και στην αυξημένη ευαισθησία των ούλων στην οδοντική πλάκα που με τη σειρά της εξηγείται με ιστολογικούς και ανοσοβιολογικούς μηχανισμούς .
Παρά το γεγονός ότι στη σύγχρονη οδοντιατρική τόσο η έγκυος όσο και το έμβρυο θεωρούνται εξαιρετικά ασφαλείς κατά την εφαρμογή οποιασδήποτε οδοντιατρικής αγωγής, η πρόληψη εξακολουθεί να αποτελεί την αποτελεσματικότερη μέθοδο προκειμένου για την διατήρηση της στοματικής υγείας της γυναίκας κατά την εγκυμοσύνη. Παρόλα αυτά οι έγκυες γυναίκες συχνά επισκέπτονται τον οδοντίατρο μόνο σε παρουσία ήδη σοβαρών οδοντιατρικών διαταραχών, παρά το γεγονός ότι οι συμβουλές του γυναικολόγου τους αφορούν την πλήρη λήψη οδοντιατρικής συνδρομής για όλη τη διάρκεια της κύησης.
Οι έγκυες γυναίκες τείνουν να υπερεκτιμούν τον κίνδυνο της τερατογένεσης στο έμβρυο από ιατρικές ή οδοντιατρικές επεμβάσεις καθώς και από φαρμακευτικές αγωγές και εξαιτίας των πεποιθήσεων αυτών είναι πιθανό να αποφύγουν την εφαρμογή τυχόν απαιτούμενων θεραπειών που κατά την γνώμη τους θα έχουν δυσμενή αποτελέσματα τόσο για το έμβρυο όσο και για τις ίδιες.
Το συμπέρασμα που έγινε φανερό από διάφορες μελέτη ήταν ότι λιγότερες Ελληνίδες, συγκριτικά με έγκυες γυναίκες στο εξωτερικό, αναζήτησαν οδοντιατρική συνδρομή σχετική με θέματα οδοντοστοματολογικής υγιεινής καθόσον η εγκυμοσύνη δεν αποτελεί αντένδειξη για απαραίτητες οδοντιατρικές επεμβάσεις.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι οδοντοχειρουργικές επεμβάσεις σχετικής ένδειξης είναι προτιμότερο να πραγματοποιούνται κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, καθώς το σωματικό και ψυχικό στρες από την πραγματοποίηση τέτοιων επεμβάσεων κατά το πρώτο και το τρίτο τρίμηνο μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο πρόωρου τερματισμού της κύησης.
Συμπτώματα ουλίτιδας εμφανίζονται ή επιδεινώνονται κατά την κύηση. Από ιστολογικής πλευράς το κοκκίωμα της κύησης αποτελεί ένα φλεγμονώδες σύμπλεγμα στη σύνθεση του οποίου συμμετέχουν λεμφοκύτταρα, πλασματοκύτταρα και ουδετερόφιλα, ένας πυκνός αγγειώδης σχηματισμός με πλούσια νεόπλαστα αγγεία, καθώς και μεγάλος αριθμός ινοβλαστών. Όσον αφορά στην αιτιοπαθογένεια της βλάβης, φαίνεται ότι ενοχοποιείται μεγάλος αριθμός παραγόντων – αρχικά υποτέθηκε ότι η αυξημένη ένταση των συμπτωμάτων ουλίτιδας κατά την κύηση αντανακλά τις φυσιολογικές μικροαγγειακές επιδράσεις των αυξημένων επιπέδων των οιστρογόνων και της προγεστερόνης.
Ακόμη μικροβιολογικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι η αναλογία των αποικιών της Prevotella intermedia στην ουλοοδοντική πλάκα βρίσκεται αυξημένη σε περιπτώσεις ουλίτιδας της κύησης. Ιn vitro μελέτες υποδεικνύουν τις ορμονικές μεταβολές που παρατηρούνται κατά την κύηση και την επίδραση αυτών στον αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου τύπου 2 (ΡΑΙ 2) καθώς και μια γενικότερη διαταραχή στην ισορροπία του ινωδολυτικού συστήματος ως πιθανούς ενοχοποιητικούς παράγοντες στην ουλίτιδα της κύησης.
Χρησιμοποιώντας in vitro μεθόδους αποδεικνύεται επίσης ότι κατά την κύηση παρατηρείται καταστολή της απαντητικότητας των μητρικών Τ-κυττάρων και προτείνεται ότι η καταστολή αυτή της κυτταροεξαρτώμενης ανοσολογικής απάντησης θα μπορούσε να ενοχοποιηθεί για τη μεταβληθείσα απάντηση των ούλων στην οδοντική πλάκα.
Οι ιστολογικές μεταβολές που περιγράφονται παραπάνω υποβοηθούνται από τα αυξημένα επίπεδα των κυκλοφορούντων ορμονών και συνεπάγονται έντονα συμπτώματα ουλίτιδας, ιδιαίτερα κατά τον τέταρτο και τον έβδομο μήνα της κύησης. Μελέτη της βιβλιογραφίας σχετικά με την ουλίτιδα της κύησης και τη μητρική περιοδοντική νόσο περιγράφει ανάγλυφα την συσχέτιση μεταξύ της μητρικής περιοδοντικής νόσου και του χαμηλού βάρους του εμβρύου καθώς και του προώρου τοκετού.
Το ποσοστό των γυναικών που πιστεύουν ότι η εφαρμοζόμενη οδοντιατρική θεραπεία μπορεί να έχει κάποια δυσμενή επίδραση στην εγκυμοσύνη τους ή στην ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου είναι ανησυχητικά υψηλό (47% και 45.6% αντίστοιχα).Αυτό που γίνεται επομένως αμέσως φανερό είναι η επιτακτική ανάγκη για εντατική και ορθά προσανατολισμένη συμβουλευτική των μελλουσών μητέρων σε θέματα στοματικής υγιεινής, έτσι ώστε οι έγκυες γυναίκες να μην αποφεύγουν ή καθυστερούν την εφαρμογή της εκάστοτε απαραίτητης θεραπείας, γεγονός που θα μπορούσε να έχει δυσμενή αποτελέσματα στην υγεία τόσο τη δική τους όσο και του εμβρύου
Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας είναι αποκαλυπτική της διαμάχης μεταξύ των ερευνητών σχετικά με την ασφάλεια των υλικών που χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση σφραγισμάτων κατά την διάρκεια της κύησης .Ερευνητές έχουν αποδείξει ότι ο υδράργυρος ο οποίος προέρχεται από μητρικά οδοντικά σφραγίσματα μεταφέρεται από τον πλακούντα στο έμβρυο, όπως επίσης και μέσω των μαστικών αδένων με το γάλα στο νεογέννητο.
Έχει διατυπωθεί επίσης μεγάλη ανησυχία σχετικά με τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις της επαγγελματικής έκθεσης στον μεταλλικό υδράργυρο για τις γυναίκες που απασχολούνται σε οδοντιατρικές υπηρεσίες. Επίσης και η ασφάλεια των αναισθητικών αερίων αλλά και αερίων όπως το οξείδιο του αιθυλενίου που χρησιμοποιούνται στην αποστείρωση του οδοντιατρικού εξοπλισμού, έχει επίσης αμφισβητηθεί.
Ακόμη υπάρχουν, από την άλλη πλευρά, μελέτες οι οποίες δεν καταδεικνύουν τα οδοντιατρικά επαγγέλματα ως αυξημένου αναπαραγωγικού κινδύνου για τις γυναίκες που απασχολούνται σε αυτά.
Η μεγάλη πλειονότητα των εγκύων γυναικών (96%) ελάμβανε συμπληρώματα σιδήρου, ενώ 89% αυτών ελάμβαναν και σκευάσματα ασβεστίου. Είναι σήμερα γενικά αποδεκτή η άποψη ότι η λήψη εκ μέρους της μητέρας της κατάλληλης δόσης ασβεστίου είναι μεγάλης σπουδαιότητας για τον αναπτυσσόμενο σκελετό και την οδοντοφυΐα του εμβρύου. Ακόμη υπάρχουν και μελέτες που εξετάζουν την αποτελεσματικότητα της συμπληρωματικής με ταμπλέτες φθορίου αγωγής για τη βελτίωση της μορφολογίας των οδόντων των νεογέννητων καθώς επίσης και στην πρόληψη της προσβολής από τερηδόνα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής φανερώνουν ότι η έγκυος γυναίκα θα πρέπει να αποτελέσει στο μέλλον μια πληθυσμιακή ομάδα υψηλής προτεραιότητας όσον αφορά σε θέματα οδοντοστοματολογικής υγιεινής. Γενικά, οι έγκυες γυναίκες τείνουν να υπερεκτιμούν τον κίνδυνο της τερατογένεσης από τις οδοντιατρικές εργασίες και οι πεποιθήσεις αυτές τις αποτρέπουν από την έγκαιρη εφαρμογή της απαραίτητης φροντίδας και θεραπείας.
Η ενημέρωση των γυναικών σε οποιαδήποτε μορφή της (συμβουλευτική από τον θεράποντα οδοντίατρο ή μαιευτήρα, διαλέξεις, άρθρα, κλπ) προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη καθώς καθίσταται φανερή η παρατήρηση ότι οι απόψεις των εγκύων γυναικών σε θέματα οδοντοστοματολογικής υγιεινής βασίζονται μάλλον σε μύθους παρά σε γνώση.
Dr Καρνούτσος Κωνσταντίνος
DipDs PhD in ENT MD
Εταίρος-Μέλος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών