Ανοσοθεραπεία: ένα νέο υπερόπλο στην αντιμετώπιση του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα.
Ο καρκίνος του πνεύμονα παραμένει ένας από τους φονικότερους καρκίνους παγκοσμίως και ο μη μικροκυτταρικός (αδενοκαρκίνωμα, εκ πλακωδών κυττάρων, μικτός), αποτελεί το 80-85% των διαγνωσμένων καρκίνων του πνεύμονα σήμερα.
Η 5ετής επιβίωση μάλιστα αυτών των καρκίνων δεν ξεπερνά το 15% ακόμη και όταν χρησιμοποιούνται τα πιο αποτελεσματικά χημειοθεραπευτικά φάρμακα. Οι βιολογικοί παράγοντες που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται τα τελευταία χρόνια στοχεύουν σε συγκεκριμένες μεταλλάξεις του όγκου που αφορούν δυστυχώς ποσοστά μικρότερα του 14% των καρκίνων του πνεύμονα.
Το 2014 πρωτοεμφανίστηκε μια νέα κατηγορία θεραπευτικών παραγόντων με δράση στο ανοσολογικό σύστημα των καρκινοπαθών.
Η φιλοσοφία της νέας θεραπείας στηρίζεται στη φιλόδοξη υπόθεση ότι η κινητοποίηση και η ενίσχυση του αμυντικού συστήματος του ασθενούς θα έχει σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό αρχικά και τον έλεγχο στη συνέχεια της νόσου, με τελική κατάληξη, αν όχι την οριστική απαλλαγή από τον όγκο, τη μακρότερη επιβίωση στο μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών.
Σήμερα οι ανοσολογικοί παράγοντες που υπάρχουν στη φαρέτρα των ειδικών γιατρών (ογκολόγων και εξειδικευμένων πνευμονολόγων) είναι δύο κατηγοριών:
Στην πρώτη κατηγορία ανοικουν παράγοντες που ελέγχουν την παρουσία της πρωτεΐνης PD-1 στην εξωτερική επιφάνεια των καρκινικών κυττάρων του πνεύμονα (π.χ. nivolumab, pembrolizumab) ή τους δεσμούς της PD-L1, PD-L2 (π.χ. atezolizumab, durvalumab).
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα αντισώματα κατά των κυτταροτοξικών Τ-λεμφοκυττάρων (π.χ. ipilizumab, fremelimumab). Και οι δύο παραπάνω κατηγορίες ανοσολογικών παραγόντων επιτυγχάνουν διόρθωση της ανοσολογικής κατάστασης του ασθενούς και εμποδίζουν τις μεταστάσεις, με αποτέλεσμα την ελάττωση, σταθεροποίηση ή ακόμα και την εξαφάνιση του καρκίνου του πνεύμονα.
Βέβαια, η αποκτηθείσα εμπειρία μέχρι σήμερα στη χορήγηση των ανοσολογικών παραγόντων, έχει οδηγήσει και σε έναν αριθμό ερωτηματικών λαμβανομένου υπόψη και του κόστους θεραπείας που απορρέει από τη χρήση των ανοσολογικών παραγόντων.
Ερώτημα πρώτο:
Με ποια κριτήρια πρέπει να γίνεται η επιλογή των ασθενών που πάσχουν από μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, ώστε να τους χορηγηθεί η ανοσοθεραπεία.
Οι μελέτες έδειξαν ότι η ανίχνευση στην επιφάνεια των καρκινικών κυττάρων της PD-L1, όσο πλησιάζει στο 50% τόσο αυξάνουν η αναμενόμενη ανταπόκριση στη θεραπεία και ο χρόνος επιβίωσης. Από την άλλη όμως, ένας αριθμός ασθενών με χαμηλή ή και αρνητική παρουσία PD-L1, έδειξε παραδόξως να ανταποκρίνεται εξίσου εξαιρετικά στην ανοσοθεραπεία.
Ένας δεύτερος δείκτης που φαίνεται να συνδέεται με την ανταπόκριση στη θεραπεία και φαίνεται να είναι ανεξάρτητος του προηγούμενου είναι η ανίχνευση μεταλλάξεων στον ίδιο τον όγκο πάνω από 10% (mut/Mb) χωρίς όμως το τελευταίο να είναι και απόλυτο.
Πρόσφατα, έχουν προταθεί ανοσολογικοί δείκτες όπως οι υποπληθυσμοι των Τ-λεμφοκυττάρων στον όγκο και στο περιφερικό αίμα, η φαγοκυτταρική δραστηριότητα, τα δενδριτικά κύτταρα, τα ειδικά T-Regs κ.α.. Οι ειδικοί προσανατολίζονται στον έλεγχο του ανοσολογικού συστήματος του ασθενούς πριν από τη χορήγηση ανοσολογικού παράγοντα, αλλά και κατά πόσο η προσθήκη ενός τέτοιου παράγοντα βελτιώνει αυτές τις αρχικές μετρήσεις κατά τη διάρκεια χορήγησή τους.
Ερώτημα δεύτερο:
Σε περίπτωση ανταπόκρισης στην θεραπεία, για πόσο χρονικό διάστημα ο ασθενής θα συνεχίσει τη λήψη ανοσοθεραπείας
Ερώτημα τρίτο:
στους ασθενείς που θα λάβουν ανοσοθεραπεία θα ενσωματωθεί η χορήγηση ακτινοθεραπείας και αν ναι σε ποια χρονική περίοδο της θεραπείας τους.
Σε κάθε περίπτωση η ανοσοθεραπεία άνοιξε ένα νέο και πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο στην αντιμετώπιση του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα. Οι μελέτες που βρίσκονται σε εξέλιξη και η συνεχής αποκτώμενη γνώση και εξοικείωση εγγυώνται για την επιτυχή έκβαση στην άνιση μάχη κατά του καρκίνου του πνεύμονα.
Κ. Ζαρογουλίδης
Ομότιμος Καθηγητής Πνευμονολογίας ΑΠΘ